φωταγωγικός

φωταγωγικός
-ή, -ό / φωταγωγικός, -ή, -όν, ΝΜ [φωταγωγός]
το ουδ. ως ουσ. τὸ φωταγωγικό(ν)
(ενν. τροπάριο) (λειτ.) καθένα από τα συγγενή με τα εξαποστειλάρια μεμονωμένα οκτώ τροπάρια, ένα για κάθε ήχο τής βυζαντινής μουσικής, τα οποία δεν ψάλλονται αλλά αναγινώσκονται
μσν.
1. κατάλληλος για φωτισμό
2. μτφ. κατάλληλος για τη διαφώτιση τής ψυχής και τού πνεύματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φωταγωγικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωταγώγηση (βλ. λ.). 2. το ουδ. ως ουσ., φωταγωγικό (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”